Η απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος, της οποίας ειδικότερη εκδήλωση αποτελεί η αποδυνάμωση δικαιώματος (“Verwirkung“ στο γερμανικό δίκαιο / “estoppel by laches“ στο αγγλοσαξονικό δίκαιο), είτε προβλέπεται από ρητή νομοθετική επιταγή (π.χ. άρθρο 281 ελληνικού ΑΚ με συνταγματικό έρεισμα στο άρθρο 25 § 3 του ελληνικού Συντάγματος) είτε απορρέει από την εφαρμογή των κανόνων της επιείκειας [π.χ. αρχή του ιδιοκτησιακού κωλύματος (“proprietary estoppel“)], εκφράζει και πραγματώνει στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 εδ. δ΄ ελληνικού Συντάγματος / άρθρο 52 § 1 εδ. β΄ Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ)[1].
Η αρχή της αναλογικότητας, η οποία διατρέχει με θεμελιώδες αξιολογικό φορτίο ολόκληρο το εσωτερικό σύστημα του ιδιωτικού δικαίου, αποτελεί το κριτήριο ελέγχου περί του αν το επίμαχο δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά (συνεπώς και αν έχει αποδυναμωθεί), αν δηλαδή ασκείται καθ’ υπέρβαση των ορίων που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματος, καθώς νοηματοδοτεί τις ως άνω νομικές έννοιες επί τη βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων της εκάστοτε περίπτωσης (π.χ. φύση του δικαιώματος, χωροχρονικές συνθήκες άσκησης του δικαιώματος, περιστάσεις που συντρέχουν στο πρόσωπο του δικαιούχου και του υπόχρεου). Στην περίπτωση της αποδυνάμωσης δικαιώματος το δικαίωμα του δικαιούχου υποχωρεί (δηλαδή αδρανοποιείται, δεν μπορεί να ασκηθεί) χάριν του συμφέροντος του υπόχρεου και μπορεί στη συνέχεια είτε να μεταβιβαστεί από τον δικαιούχο στον υπόχρεο (π.χ. με ισχυροποίηση μιας κατ’ αρχήν άκυρης μεταβίβασης) είτε να αποσβεστεί (π.χ. λόγω αχρησίας ή χρησικτησίας).
Προκειμένου να επέλθει αποδυνάμωση δικαιώματος[2] απαιτείται μακρά (συντομότερη πάντως από τον προβλεπόμενο χρόνο παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας, εάν πρόκειται για δικαίωμα υποκείμενο σε παραγραφή ή αποσβεστική προθεσμία) αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του μη οφειλόμενη σε κάποια εύλογη αιτία (π.χ. απειρία, ανυπαίτια άγνοια, σχέση εργασίας ή οικονομικής, ιεραρχικής εξάρτησης μεταξύ δικαιούχου και υπόχρεου, υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία δικαίωμα), η οποία δημιούργησε αιτιωδώς στον υπόχρεο την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί το δικαίωμα (π.χ. ο δικαιούχος γνώριζε τη διαμορφωθείσα κατάσταση και δεν αντέδρασε ή έδωσε τη συναίνεσή του στην εκτέλεση ενεργειών εκ μέρους του υπόχρεου ή διαβεβαίωσε ρητώς ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του), έτσι ώστε η άσκηση του δικαιώματος να συνεπάγεται βλάβη των συμφερόντων του υπόχρεου λόγω ανατροπής της παγιωμένης κατάστασης (επειδή π.χ. ο υπόχρεος προέβη σε δαπάνες ή σε αξιοποίηση ακύρως μεταβιβασθέντος ακινήτου βασιζόμενος στη συμπεριφορά του δικαιούχου).
Το στοιχείο της βλάβης των συμφερόντων του καθ’ ου το δικαίωμα είναι απαραίτητο να συντρέχει, η απαιτούμενη όμως ένταση της βλάβης θα κρίνεται in concreto με βάση τον βαθμό πλήρωσης των άλλων στοιχείων του πραγματικού της αποδυνάμωσης [αν το στοιχείο του χρόνου πληρούται σε σημαντικό βαθμό (έχουν π.χ. παρέλθει 18 έτη αδράνειας), αρκεί οι επιπτώσεις για τον καθ’ ου από την ανατροπή της παγιωμένης κατάστασης να είναι δυσμενείς· αν, αντίθετα, η αδράνεια του δικαιούχου είναι μικρότερης χρονικής διάρκειας (έχουν π.χ. παρέλθει 7 έτη), τότε οι επιπτώσεις θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως επαχθείς]. Τα ως άνω στοιχεία (μακρόχρονη αδράνεια / εύλογη πεποίθηση του υπόχρεου περί μη άσκησης του δικαιώματος τελούσα σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου / πρόκληση βλάβης στα συμφέροντα του υπόχρεου λόγω ανατροπής της παγιωμένης κατάστασης) είναι από τη φύση τους «κινητά» στοιχεία, με την έννοια ότι ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις της κρινόμενης ατομικής περίπτωσης μπορούν να πληρούνται με παραλλάσσουσα κάθε φορά ένταση[3]. Σε κάθε όμως περίπτωση η ελαστικότητα αυτή του πραγματικού της αποδυνάμωσης, η οποία εκδηλώνεται στο επίπεδο της «δυνατότητας κινήσεως και διαδράσεως» των επί μέρους στοιχείων της, όπου ενδέχεται κάθε φορά κάποιο εξ αυτών να εμφανίζει εντονότερο βαθμό πλήρωσης ή έντασης σε σχέση με τα άλλα, δεν περικλείει τη δυνατότητα υποκατάστασης ενός στοιχείου από ένα άλλο (που πληρούται σε ιδιαίτερα μεγάλη ένταση)[4].
Η αποδυνάμωση δικαιώματος, εκτός από την αυτοτελή
αξία που έχει λόγω της ευρείας πρακτικής εφαρμογής της, προσφέρει χρήσιμα και
αξιοποιήσιμα εργαλεία για τη διάγνωση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και
υπό άλλες ειδικότερες εκδηλώσεις της τελευταίας [όπως π.χ. στην περίπτωση της
αποδοκιμαζόμενης από το δίκαιο αντιφατικής συμπεριφοράς (venire contra factum proprium)].
[1] Βλ. Φ. Δωρή, «Η σημασία της αρχής της αναλογικότητας επί συγκρούσεως δικαιωμάτων στο εμπράγματο δίκαιο», στον Γενέθλιον Απόστολου Σ. Γεωργιάδη Τόμο Ι, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006, σσ. 249-277· Φ. Δωρή, «Η αρχή της αναλογικότητας στο πεδίο ρύθμισης των ιδιωτικού δικαίου σχέσεων και ιδιαίτερα στο αστικό δίκαιο», στον Τόμο Τιμητικό του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα 75 χρόνια, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σσ. 229-249· Φ. Δωρή, «Η αρχή της αναλογικότητας στη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων», ΔτΑ – ΤΕΣ ΙΙΙ/2005, σσ. 25-39· C.-W. Canaris, ‘Grundrechtswirkungen und Verhältnismäßigkeitsprinzip in der richterlichen Anwendung und Fortbildung des Privatrechts’, JuS 1989, pp. 161-172.
[2] Βλ. αναλυτικά περί αποδυνάμωσης δικαιώματος F. Nikolaou, Weakening of a right as a type of abuse of rights in Greek and Cypriot property law, Cyprus Review Fall 2019 (υπό δημοσίευση)· Απ. Γεωργιάδη, Απ., Άρθρο 281 στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, Γενικές Αρχές Τόμος ΙΒ (Άρθρα 127-286), 2η έκδ., Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2016, αρ. 254-282· Ι. Καράκωστα, Η κατάχρηση δικαιώματος στις εμπράγματες σχέσεις, Η αξιοποίηση του πράγματος ως δικαιοπολιτικό μέσον κοινωνικής δικαιοσύνης & ευημερίας, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2005, σσ. 84-92 και 127-139· Π. Αλικάκο, Κατάχρηση εμπράγματου δικαιώματος, Νομολογιακές εξελίξεις στην κατάχρηση κατά την κτήση και την άσκηση εμπράγματου δικαιώματος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007, σσ. 38-47 και 104-133· Ν. Κουράκη, Η κατάχρησις δικαιώματος κατά το ιδιωτικόν και το δημόσιον δίκαιον, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήναι, 1978, σσ. 66-74· βλ. επίσης μεταξύ άλλων ΟλΑΠ 8/2018, ΤΝΠ Νόμος· ΟλΑΠ 10/2012, ΧρΙΔ 2013, 433· ΟλΑΠ 8/2001, ΤΝΠ Νόμος = ΕλλΔνη 2001, 382 = ΕπισκΕΔ 2001, 392 = ΧρΙΔ 2001, 217 με παρατηρήσεις Γ. Ιατρού· ΟλΑΠ 62/1990, ΤΝΠ Νόμος = ΕλλΔνη 1991, 501 = ΕΕΝ 1991, 320 = ΝοΒ 1991, 389· ΑΠ 414/2018, ΤΝΠ Νόμος.
[3] W. Wilburg,‘Entwicklung eines beweglichen Systems im bürgerlichen Recht’, Rede, gehalten bei der Inauguration als Rector magnificus der Karl–Franzens–Universität in Graz, Kienreich, Graz, 1950, passim· Π. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου και ερμηνεία των δικαιοπραξιών Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000, αρ. 138-139, 141· Α. Καραμπατζός, Η παραίτηση από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας, Μία μεθοδολογική συμβολή στο πεδίο του κληρονομικού δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2011, σσ. 189-190· Σ. Ιωακειμίδης, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1512/2010, ΧρΙΔ 2011, 175 υπό ΙΙΙ· Ι. Καράκωστας, Η κατάχρηση δικαιώματος στις εμπράγματες σχέσεις, ό.π., σ. 80· Π. Αλικάκος, Κατάχρηση εμπράγματου δικαιώματος, ό.π., σ. 110.
[4] Βλ. όμως και Απ. Γεωργιάδη,Άρθρο 281 στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, ό.π., αρ. 263, κατά τον οποίο, σε περίπτωση που ελλείπει κάποια από τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, δεν αποκλείεται παρόλα αυτά ο δικαστής να δεχτεί την ύπαρξη αποδυνάμωσης δικαιώματος, εφόσον οι λοιπές προϋποθέσεις ή έστω μία από αυτές, πληρούνται σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό (π.χ. η αδράνεια του δικαιούχου διήρκησε 19 έτη και 6 μήνες· ο εναγόμενος στηρίζει την εύλογη πεποίθησή του σε έγγραφη σχετική διαβεβαίωση του δικαιούχου)· έτσι και ο Π. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου και ερμηνεία των δικαιοπραξιών, ό.π., αρ. 141.